προκαταβάλλω

προκαταβάλλω
προκαταβάλλω, προκατέβαλα βλ. πίν. 146

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκαταβάλλω — ΝΑ νεοελλ. καταβάλλω εκ τών προτέρων χρηματικό ποσό, προπληρώνω («προκαταβάλλω το ενοίκιο») αρχ. 1. καταβάλλω, καταρρίπτω κάτι εκ τών προτέρων 2. εφαρμόζω πρώτος 3. σπέρνω από πριν 4. εισάγω εκ τών προτέρων ένα θέμα 5. δηλώνω, αναφέρω… …   Dictionary of Greek

  • προκαταβάλλω — προκατάβαλα και προκατέβαλα, προκαταβλήθηκα, καταβάλλω από πριν, προπληρώνω: Προκατάβαλα ένα μέρος της αξίας του κτήματος που αγόρασα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβαντζάρω — και αίρνω (Ι) (μτβ.) 1. προκαταβάλλω 2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ 3. αυξάνω 4. αυξάνω την τιμή, υπερτιμώ 5. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερβάλλω, υπερτερώ 6. οφείλω ή μού οφείλουν υπόλοιπο χρέους (II) (αμτβ.) 1. προχωρώ 2. προοδεύω,… …   Dictionary of Greek

  • ευχρηστώ — (ΑΜ εὐχρηστῶ, έω) [εύχρηστος] νεοελλ. μσν. (συνήθως για λέξεις και φραστικούς ή γραμματικούς τύπους) είμαι σε συνήθη χρήση, απαντώ συχνά, είμαι εύχρηστος, είμαι δόκιμος αρχ. 1. είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος 2. δανείζω, προκαταβάλλω 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προδανείζω — Α 1. δανείζω προηγουμένως ή δανείζω πρώτος 2. χορηγώ χρήματα για δημόσιες ανάγκες ή προκαταβάλλω χρήματα για το δημόσιο 3. δανείζω χρήματα χωρίς τόκο και με επιστροφή …   Dictionary of Greek

  • προδαπανώ — άω, Α 1. εξαντλώ, δαπανώ εκ τών προτέρων 2. προκαταβάλλω τη δαπάνη ενός έργου …   Dictionary of Greek

  • προδιάζω — Α (για αργυραμοιβό) προκαταβάλλω χρήματα, προπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διάζω «ενεργώ, πράττω»] …   Dictionary of Greek

  • προεισφέρω — ΝΑ προπληρώνω, προκαταβάλλω την εισφορά για κάτι αρχ. 1. προπληρώνω χρήματα στην πολιτεία («ἀργύριον ἄτοκον προεισφέρειν», επιγρ.) 2. εισάγω νόμο εκ τών προτέρων 3. απονέμω, αποδίδω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («προεισφέρειν χάριν τῇ πάλει») 4.… …   Dictionary of Greek

  • προεκτίνω — ΜΑ προκαταβάλλω, προπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτίνω «πληρώνω, ξεπληρώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”